γαλουχούμενος

γαλουχούμενος
γαλουχέω
suckle
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιθηνός — όν, Α [τιθήνη] 1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός 2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις τού ή τής τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τιθηνός άτομο που ασχολείται με την ανατροφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”